νεικλητήρ

νεικλητήρ
νεικλητήρ· λικμητήρ (Megar.), Hsch. [full] νεῖκλον, τό,
A = λίκνον, Id.; cf. νίκλον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεικλητήρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λικμητήρ, Μεγαρείς». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. λικμώ] …   Dictionary of Greek

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”